λόγος αρσενικό
- η ικανότητα του ανθρώπου να επικοινωνεί με τη γλώσσα και η ίδια η γλώσσα ως οργανωμένο σύστημα σημείων
το χάρισμα του λόγου, γραπτός λόγος
πικρό λόγο δεν άκουσα από τα χείλη της
- δημόσια ομιλία
έβγαλε λόγο
- η υπόσχεση
ο λόγος μου είναι συμβόλαιο
- η απολογία ή ο απολογισμός που δίνει κάποιος για τις ενέργειές του
θα δώσεις λόγο για τις πράξεις του
- η λογική ικανότητα του ανθρώπου
ο ορθός λόγος
- η αιτία
Είχε τους λόγους του για να το κάνει αυτό
ο λόγος των δύο πλευρών ενός τριγώνου
- (χριστιανική θεολογία, ως κύριο όνομα) ο Υιός του Θεού
αιτία θηλυκό
- το γεγονός που προκάλεσε ένα αποτέλεσμα
Από http://el.wiktionary.org/wiki