Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Αντί αρχής


λόγος αρσενικό
  1. η ικανότητα του ανθρώπου να επικοινωνεί με τη γλώσσα και η ίδια η γλώσσα ως οργανωμένο σύστημα σημείων
το χάρισμα του λόγου, γραπτός λόγος
  1. αυτό που λέγεται, τα λόγια, η κουβέντα
πικρό λόγο δεν άκουσα από τα χείλη της
  1. δημόσια ομιλία
έβγαλε λόγο
  1. η υπόσχεση
ο λόγος μου είναι συμβόλαιο
  1. η απολογία ή ο απολογισμός που δίνει κάποιος για τις ενέργειές του
θα δώσεις λόγο για τις πράξεις του
  1. η λογική ικανότητα του ανθρώπου
ο ορθός λόγος
  1. η αιτία
Είχε τους λόγους του για να το κάνει αυτό
  1. (μαθηματικά) η σχέση δύο μεγεθών εκφρασμένη σε κλάσμα, η αναλογία
ο λόγος των δύο πλευρών ενός τριγώνου
  1. (χριστιανική θεολογία, ως κύριο όνομα) ο Υιός του Θεού

αιτία θηλυκό
Από  http://el.wiktionary.org/wiki